κλαδερός

κλαδερός
-ή, -ό [κλαδί]
1. (για φυτά) αυτός που έχει πολλά κλαδιά
2. (για τόπο) αυτός που έχει πολλά δέντρα, δασώδης, κατάφυτος
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα κλαδερά
τα κλαδιά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κλαδί — το (AM κλαδίον, Μ και κλαδίν, Α και κλάδιον) νεοελλ. φρ. «δεν τόν αφήνει σε χλωρό κλαδί» τόν καταδιώκει συνεχώς ή δεν τόν αφήνει ήσυχο ούτε λεπτό νεοελλ. μσν. 1. κλάδος φυτού, βλαστός δέντρου ή θάμνου που εκφύεται από τον κορμό, κλώνος, κλωνάρι,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”